H επιστήμη και η τεχνολογία, παραδοσιακά, καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο στα αναλυτικά προγράμματα που διαμορφώνονται τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και διεθνές επίπεδο. Κατά το παρελθόν,πολλοί εξειδικευμένοι επιστήμονες που ασχολούνταν με τη διαμόρφωση αναλυτικών προγραμμάτων για την εκπαίδευση, καθώς και εκπαιδευτικοί, υιοθέτησαν την άποψη σύμφωνα με την οποία, οι Φυσικές Επιστήμες αποτελούν ένα πολύ μικρό κομμάτι γνώσης, που εφαρμοζόταν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Την τελευταία δεκαετία αυτή η άποψη τείνει να καταργηθεί, καθώς νεότερες μελέτεςαπέδειξαν τη σπουδαιότητα των Φυσικών Επιστημών και της επιστημονικής γνώσης σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης.
Επισημαίνουμε λοιπόν ότι, η συμβολή των Φυσικών Επιστημών στην εκπαιδευτική διαδικασία, όπως διαφαίνεται από τις νεότερες μελέτες, είναι καθοριστική και αποτελεί καίριο κομμάτι στην επίτευξη του επιστημονικού εγγραμματισμού στην ατζέντα των ευρωπαϊκών χωρών. Παρόλα αυτά, παρατηρείται ότι μια σημαντική μερίδα εκπαιδευτικών δεν είναι έτοιμη, αλλά παράλληλα δεν είναι και κατάλληλα εκπαιδευμένη, ώστε να αλλάξει τον τρόπο διδασκαλίας και να χρησιμοποιήσει νέα μοντέλα σχεδιασμού και ανάλυσης προγραμμάτων, καταλληλότερων για τα σύγχρονα εκπαιδευτικά δεδομένα.
Την τελευταία δεκαετία, οι σύγχρονες κοινωνικο-πολιτισμικές θεωρίες μάθησης, έχουν επεκταθεί σταθεράκαι δυναμικά και στους τομείς της έρευνας, της πρακτικής και της εκπαίδευσης. Η εδραίωσή τους, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, έχει αποτυπωθεί τόσο στα Αναλυτικά Προγράμματα των χωρών αυτών, όσο και στην πολιτιστική και πολιτισμική ποικιλομορφία στον ευρύτερο χώρο της εκπαίδευσης. Βασική επιδίωξη των νεότερων αυτών προσεγγίσεων μάθησης αποτελεί ο επιστημονικός εγγραμματισμός και όχι η απόκτηση στείρων και τυποποιημένων γνώσεων από τους μελλοντικούς πολίτες. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες οδηγήθηκαν στην ανασύνταξη των Αναλυτικών Προγραμμάτων Φυσικών Επιστημών, ενώ παράλληλα σημαντικοί οργανισμοί επισημαίνουν την ανάγκη του επιστημονικού εγγραμματισμού (EuropeanCommission, 2004). Το αποτέλεσμα είναι, να αναπτύσσονται διαρκώς προγράμματα τόσο για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών, όσο και για την προαγωγή της επιστήμης.
Στα σύγχρονα κοινωνικο-πολιτισμικά περιβάλλοντα μάθησης, επιδιώκεται η αμεσότερη εμπλοκή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και η ασφαλέστερη και πιο ευέλικτη εμπλοκή των εκπαιδευτικών σε αυτήν. Τα παιδιά εκπαιδεύονται ώστε να δουλεύουν τόσο μέσα σε ομάδες, όσο και με άλλα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητα. Αυτό, τα βοηθά στην ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων όπως αυτές της συνεργασίας, της εύρεσης και της διαχείρισης διαφορετικών πηγών πληροφορίας, της κριτικής σκέψης και της κατανόησης επιστημονικών εννοιών και φαινομένων. Για την ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων απαιτούνται αλλαγές στο περιβάλλον μάθησης που προσφέρεται από το παραδοσιακό σχολικό περιβάλλον.
Η επίδραση των κοινωνικο-πολιτισμικών θεωριών μάθησης, συμβάλει στην επιτυχή διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών σε παιδιά ηλικίας από 5 έως 9 ετών. Έτσι, επιτυγχάνεται η ανατροπή του γεγονότος ότι οι μαθητές που δεν κατανοούν τις επιστημονικές έννοιες, δυσκολεύονται να επιλύουν προβλήματα της καθημερινότητας.
Η χρήση δραστηριοτήτων από το χώρο των Φυσικών Επιστημών, εξασφαλίζει στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και σε κάθε εκπαιδευτικό που θέλει να εργαστεί με το μεθοδολογικό πλαίσιο της παρούσας διατριβής ότι:
1. Δεν έχει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός τη γνώση αλλά την αναζητά σε συνεργασία και άμεση αλληλεπίδραση με το μαθητή. Έχει τη δυνατότητα λοιπόν ο κάθε μαθητής να αναζητήσει τη γνώση με το δικό του προσωπικό ρυθμό, με τη δική του προσωπική πορεία, θέτοντας τους δικούς του κανόνες και κυρίως συλλειτουργώντας και αλληλεπιδρώντας σε ευέλικτες ομάδες, οι οποίες οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να αλλάξουν εξολοκλήρου ή τμηματικά, για την καλύτερη λειτουργία της ευρύτερης κοινότητας μάθησης.
2. Έχει τον έλεγχο των διαχειριζόμενων εργαλείων, καθώς οριοθετούνται εξαρχής, αλλά και αναδιαμορφώνονται τα εργαλεία που καλείται να χρησιμοποιήσει η κοινότητα μάθησης. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η αποφυγή παρανοήσεων, αντιμετωπίζεται ο φόβος χρήσης απλών αλλά και πολύπλοκων εργαλείων τόσο από τον εκπαιδευτικό, όσο και από τους μαθητές και οριοθετείται η ποικιλία των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν από την ευρύτερη κοινότητα μάθησης. Ο εκπαιδευτικός λοιπόν κατορθώνει νασχεδιάσει μια ολοκληρωμένη δράση μέσα στην κοινότητα μάθησης, κατέχοντας το ρόλο του συλλειτουργού και όχι του διαμορφωτή στη γνώση.
3. Παρέχει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους άλλους εμπλεκόμενους (όπως είναι οι γονείς και οι φίλοι, συγγενείς και άλλα πρόσωπα που επηρεάζουν), στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Α' τμήματος του 22ου Νηπιαγωγείου, όπου ένας μαθητής, κατά τη διεξαγωγή της διδακτικής παρέμβασης: Ο παππούς Αρχιμήδης και η Άνωση, μεταφέρει εμπειρίες και γνώσεις από το σπίτι στο σχολείο, αλλά και από το σχολείο στο σπίτι, πραγματοποιώντας παράλληλα νέα πειράματα και εμπλέκοντας μέλη της οικογένειάς του σε πειραματισμούς που οργανώνει ο ίδιος.
4. Τέλος, τονίζουμε, ότι μέσω της χρήσης της Θεωρίας της Δραστηριότητας ο εκπαιδευτικός εξοικειώνεται σε νέες μεθόδους σχεδιασμού και ανάλυσης δραστηριοτήτων στο χώρο της τάξης, κινητοποιείται και διαχειρίζεται υλικά και εργαλεία μάθησης, τα οποία παλαιότερα είτε φοβόταν να χρησιμοποιήσει, είτε δεν γνώριζε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη διδασκαλία θεμάτων των Φυσικών Επιστημών.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η ενασχόληση των μαθητών προσχολικής ηλικίας με θέματα των Φυσικών Επιστημών, καθώς και η τεχνολογική τους εξοικείωση, αποτελεί δυναμικό παράγοντα εξέλιξης των μαθητών στις θετικές Επιστήμες και ιδιαίτερα στις Φυσικές Επιστήμες, καθιστώντας τους μαθητές παράλληλα σε ενεργούς και υπεύθυνους πολίτες.
Η διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης σχετίζεται με την εξερεύνηση σε αυθεντικά περιβάλλοντα μάθησης, την άσκηση σε δεξιότητες όπως η παρατήρηση, η ταξινόμηση, η επικοινωνία, ο πειραματισμός με καθημερινά υλικά κ. ά. καθώς και με την προσπάθεια κατανόησης του κόσμου που μας περιβάλλει. Η ενίσχυση του ενδιαφέροντος των μαθητών συντελεί στη δημιουργία μιας βάσης για την προώθηση της επιστημονικής γνώσης από τις πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Σύμφωνα με ερευνητές των κοινωνικο-πολιτισμικών θεωριών, «η εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες είναι πρωταρχικής σημασίας και δεν μπορεί να μην ξεκινά στις πρώτες βαθμίδες καθώς αυτό το χρονικό σημείο είναι κατάλληλο για να δημιουργηθούν οι δομές, οι οποίες θα διαμορφώσουν προσωπικότητες με δια βίου ενδιαφέρον για την επιστήμη» (Roth, 2011).
Η επαφή των παιδιών προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας με τον κόσμο των Φυσικών Επιστημών, μαζί με το σύγχρονο κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον αποτελεί πλέον και για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, κύρια πηγή εμπειριών. Όπως προβάλλεται από τα Νέα Προγράμματα (2011), οι μαθητές διαμορφώνουν από πολύ νωρίς τις αρχικές ιδέες, αρχές και σκέψεις για έννοιες και φαινόμενα από τον φυσικό κόσμο. Η θέση αυτή ενισχύει την προσπάθεια των ερευνητών της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών, να εντάξουν όλο και περισσότερα θέματα και έννοιες από τον κόσμο των Φυσικών Επιστημών στην σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Καταλήγοντας επισημαίνουμε ότι οι μαθητές χρειάζονται συνεχή ερεθίσματα για να αναπτύξουν ευθύνη για το περιβάλλον, για να αναπτύξουν συστηματική και ευρεία αντιμετώπιση θεμάτων της καθημερινής ζωής και για να αποκτήσουν κοινωνικούς προβληματισμούς σε σχέση με το μέλλον, συμμετέχοντας έτσι στην βελτίωση του σημερινού γίγνεσθαι. [
  * αντιπρόεδρος του Συλλόγου Αναπληρωτών Νηπιαγωγών, Dr Διδακτικής Φυσικών Επιστημών, νηπιαγωγός